- στρεπτή
- η, Νναυτ. βλ. στρεπτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτή — στρεπτός easily twisted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek
Κορυφαίον — Χαμηλό βουνό της Αργολίδας κατά την αρχαιότητα, Α της Ασίνης και ΝΑ του Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Στις βόρειες πλαγιές του υπήρχε η λεγόμενη στρεπτή ελαία, την οποία σύμφωνα με την παράδοση είχε λυγίσει ο Ηρακλής για να χρησιμεύει ως δείκτης των … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek